στρατοπεδεύω — στρατοπεδεύω, στρατοπέδευσα, στρατοπεδευμένος βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρατοπεδεύω — στρατοπέδευσα, στρατοπεδευμένος, μένω σε στρατόπεδο: Στρατοπέδευσαν σε κατάλληλο τόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατοπεδεύετε — στρατοπεδεύω encamp pres imperat act 2nd pl στρατοπεδεύω encamp pres ind act 2nd pl στρατοπεδεύω encamp imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευομένων — στρατοπεδεύω encamp pres part mp fem gen pl στρατοπεδεύω encamp pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευσαμένων — στρατοπεδεύω encamp aor part mid fem gen pl στρατοπεδεύω encamp aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευσάντων — στρατοπεδεύω encamp aor part act masc/neut gen pl στρατοπεδεύω encamp aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευόμεθα — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 1st pl στρατοπεδεύω encamp imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευόμενον — στρατοπεδεύω encamp pres part mp masc acc sg στρατοπεδεύω encamp pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευόντων — στρατοπεδεύω encamp pres part act masc/neut gen pl στρατοπεδεύω encamp pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύει — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 2nd sg στρατοπεδεύω encamp pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)